- λιποείδωση ή λιπίδωση
- Γενικός όρος που αναφέρεται σε διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων με αποτέλεσμα την υπερβολική συγκέντρωση μερικών από αυτών στο σώμα. Ορισμένες από αυτές τις διαταραχές είναι κληρονομικές και οφείλονται σε έλλειψη κάποιου από τα ένζυμα του αντίστοιχου μεταβολικού μονοπατιού του λιπιδίου. Παραδείγματα τέτοιων διαταραχών είναι η νόσος Tay-Sachs και η νόσος του Gaucher, που οφείλονται σε ανικανότητα διάσπασης των σφιγγολιπιδίων και προκαλούν τον θάνατο κατά την παιδική ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.